- κρίματα
- κρίμαdecisionneut nom/voc/acc plκρί̱ματα , κρῖμαneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κρίμα — το (AM κρῑμα) ηθικό παράπτωμα, αμαρτία, ανόμημα (α. «είναι ασυγχώρητα τα κρίματά της» β. «ἵνα μὴ εἰς κρῑμα ἐμπέση τοῡ διαβόλου», ΚΔ) νεοελλ. 1. αδικία, άδικο (α. «κι εις κείνα που μού μίλησες, κρίμα μεγάλον έχεις», Ερωτόκρ. β. «δεν είναι κρίμα κι … Dictionary of Greek
(ε)ξομολογώ — (ε)ξομολόγησα, (ε)ξομολογήθηκα, (ε)ξομολογημένος, μτβ. 1. υποβάλλω κάποιον σε εξομολόγηση, τον κάνω να ομολογήσει κάτι. 2. (για ιερέα εξομολογητή), ακούω την εξομολόγηση πιοτού. 3. το μέσ., εξομολογούμαι και ξομολογιούμαι και ξομολογιέμαι,… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
судьба — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} сущ. (греч. κρίμα) определение Всевышнего; постановление, закон.… … Словарь церковнославянского языка
ακριμάτιστος — η, ο [κριματίζω] 1. αυτός που δεν κριμάτισε, δεν διέπραξε κρίματα, αναμάρτητος, αθώος 2. αυτός που δεν υπόκειται σε κρίμα, που δεν είναι δυνατό να τού καταλογιστεί κακή πράξη ή ηθικό παράπτωμα … Dictionary of Greek
κριματιστής — ο [κριματίζω] 1. αυτός που αμαρτάνει, αμαρτωλός 2. αυτός που επιρρίπτει κρίματα, κατηγορίες σε κάποιον, κατήγορος … Dictionary of Greek
μέλι — Ρευστή σακχαρώδης ουσία με ιδιαίτερο άρωμα. Προέρχεται από το νέκταρ των ανθέων, το οποίο απορροφούν οι μέλισσες και αποθηκεύουν στον πρόλοβό τους. Το νέκταρ είναι ένας γλυκός χυμός που εκκρίνεται από ειδικούς αδένες των ανθέων και αποτελείται… … Dictionary of Greek
μετρημός — ο (Μ μετρημός) [μετρώ] 1. μέτρηση, καταμέτρηση, μέτρημα, απαρίθμηση («τα κρίματά σου είναι πολλά και μετρημό δεν έχουν», δημ. τραγούδι) 2. φρ. «δεν έχω μετρημό» είμαι αμέτρητος … Dictionary of Greek
πεπυκνωμένως — Α επίρρ. με πυκνό τρόπο, συμπυκνωμένα («ὁ ψαλμὸς οὗτος νόμον καὶ ἐντολὰς καὶ... κρίματα καὶ μαρτύρια πεπυκνωμένως διαγορεύει», Ιωάνν. Χρυσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < πεπυκνωμένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού πυκνώνω] … Dictionary of Greek
πλήθιος — α, ο, Ν 1. πολυπληθής, περίσσιος («που κρίματα έχει πλήθια», Σολωμ.) 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα πλήθια τα πλήθη. [ΕΤΥΜΟΛ. < πλήσιος με επίδραση τού πλήθος] … Dictionary of Greek
Ησαΐας — I (8oς αι. π.Χ.). Βιβλικό πρόσωπο. Ιουδαίος προφήτης που έζησε στην Ιερουσαλήμ, εμπνευστής της θρησκευτικής μεταρρύθμισης που εισήγαγε ο βασιλιάς Εζεκίας. Κλήθηκε στο προφητικό αξίωμα κατά τη διάρκεια οράματος εντός του Ναού και ενώ τα Σεραφείμ… … Dictionary of Greek